- γωνιακώς
- γωνιακῶς (Α)σε σχήμα γωνίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γωνιακῶς — γωνιακός angular adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek